- ακεστήρ
- ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)1. θεραπευτής, γιατρός2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει«ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκεστῆρα — ἀκεστήρ healer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση … Dictionary of Greek
ακέστρια — ἀκέστρια, η (Α) 1. η γιάτρισσα ή η μαμμή 2. η ράφτρα (Λουκ. Ρητ. διδ. 24). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] … Dictionary of Greek
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek
ακεστήριον — ἀκεστήριον, το (Α) [ἀκεστήρ] εργαστήριο για μεταποιήσεις και επιδιορθώσεις παλαιών ενδυμάτων … Dictionary of Greek
ακεστήριος — ἀκεστήριος, ον (Α) [ἀκεστήρ] αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός … Dictionary of Greek
ακεστρίς — ἀκεστρὶς ( ίδος), η (Α) η γιάτρισσα ή η μαμμή (Ιπποκρ. 254, 50). [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκό τής λ. ἀκεστήρ*] … Dictionary of Greek
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
i̯ēk- : i̯ǝk- — i̯ēk : i̯ǝk English meaning: to heal Deutsche Übersetzung: “heilen”? Material: Gk. ἄκος n. “remedy”, ἀκέομαι “heal”, delph. ἐφακει̃σθαι, ἀκέστωρ (as epithet Apollos, “physician, medicine man, Retter”, ἀκεστήρ “Heiler, physician,… … Proto-Indo-European etymological dictionary